προάνθηση

προάνθηση
η / προάνθησις, -ήσεως, ΝΑ
ο πρώτος ανθός, το πρώτο άνθισμα
νεοελλ.
βοτ. η διάταξη τών τμημάτων τού περιανθίου στον ανώριμο ανθικό οφθαλμό, στο μπουμπούκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προανθῶ. Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής αποτελεί απόδοση ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. prefloration].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”